-Παράτα με ήσυχη!
-Μα... Έλα ρε Τζοάνα...
-Φύγε! Μη με πλησιάζεις!
Η καστανομάλλα κοπέλα με το όνομα Τζοάνα έριξε ένα απειλητικό βλέμμα στον άντρα που την κυνηγούσε και του γύρισε την πλάτη. Απομακρύνθηκε βιαστικά από το μπαρ από όπου είχε βγει, ενώ αυτός την ακολούθησε τρέχοντας.
-Τζοάνα! της φώναξε καθώς έτρεχε. Εκείνη τον αγνόησε και έστριψε σε ένα στενό. Ο άντρας, έχοντας λαχανιάσει από το τρεξιμό, σταμάτησε και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο ενός μαγαζιού με παιχνίδια.
Ξαφνικά, μέσα στη νυχτερινή σιωπή ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Ο άντρας αναγνώρισε τη φωνή της Τζοάνα και έτρεξε στο στενό με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.Αυτό που αντίκρυσε ήταν φρικτό.
Το κορμί της κοπέλας ήταν διαμελισμένο και το αίμα της είχε πιτσιλίσει το δρόμο. Το όμορφο κεφάλι της είχε κατρακυλήσει στη γωνία του δρόμου, κοντά στα πόδια του άντρα.
Εκείνος έπεσε στα γόνατα, μην τολμώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Καυτά δάκρυα κύλησαν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά του. Ούτε άκουσε, ούτε ένιωσε την παρουσία μια σκοτεινής φιγούρας ακριβώς από πίσω του. Η φιγούρα αυτή κρατούσε από ένα αιματοβαμμένο τσεκούρι σε κάθε της χέρι.
Μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα, το κεφάλι του άντρα κατρακύλησε δίπλα από αυτό της Τζοάνα.
-Λούσιους!
Ένας ξανθός νεαρός άντρας άπλωσε μια εφήμερίδα στο τραπέζι στο οποίο ο Λούσιους έπινε τον καφέ του.
-Πρώτον: Μόλις ξύπνησα και έχω νεύρα. Δεύτερον: Χτύπα την πόρτα πριν μπεις. Και τρίτον: Τι στο διάολο θες? ήταν ο "θερμός χαιρετισμός" του Λούσιους.
Ο Λούσιους Ράβελεην φημιζόταν για την αντικοινωνικότητά του. Πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν προσπαθήσει να τον πλησιάσουν και ακόμα λιγότεροι έκαναν κάποια πρόοδο. Μπορούσε να γίνει τόσο δύστροπος που έκανε ακόμη και τα ζώα να τον αντιπαθούν. Όταν κάποτε μια κοπελίτσα προσπάθησε να τον φλερτάρει, κατέληξε να το βάλει στα πόδια κλαίγοντας. Οι μοναδικοί που ήταν ό,τι πιο κοντινό είχε στην έννοια του φίλου ήταν ένα κοράκι και ο Μπέρτραμ, ο μοναχογιός του δημάρχου του Ρέηβενλοφτ, όπως λεγόταν το χωριό όπου ζούσαν. Ο ξανθός νεαρός θαύμαζε απεριόριστα τον Λούσιους, πράγμα που έφερνε πονοκέφαλο και στον δύστροπο άντρα, μα και στον ταλαίπωρο πατέρα του μονίμως χαμογελαστού Μπέρτραμ. Όσο ο πατέρας του τον χιλιοπαρακαλούσε να ξεκόψει, τόσο κολλούσε εκείνος. Όσο ο ίδος ο Λούσιους απειλούσε τον Μπέρτραμ ότι αν δεν τον άφηνε στην ησυχία του θα τον έκανε να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε, άλλο τόσο κολλούσε εκείνος.
Αυτό εκνεύριζε τον Λούσιους όσο τίποτε άλλο. όμως, παρόλο που θα προτιμούσε να βράσει το κοράκι του παρά να το παραδεχτεί, συμπαθούσε τον πρόσχαρο νεαρό. Τώρα το γιατί ο Μπέρτραμ θαύμαζε τον Λούσιους... αυτό ήταν κάτι που γνώριζε μόνο ο ίδιος και κανένας άλλος.
Ο κύριος λόγος που ο Λούσιους ήταν τόσο απομονωμένος ήταν το επάγγελμά του. Κατασκευαστής φέρετρων. και αν σκεφτόταν κανείς ότι το σπίτι του ήταν δίπλα στο νεκροταφείο, από την πίσω μεριά της εκκλησίας... λογικό ήταν να λέγονται τόσες ιστορίες για αυτόν. Οι ηλικιωμένοι έλεγαν ότι ήταν βρικόλακας ή δαίμονας. Τα παιδιά τον φοβόνταν. Όσο για τους υπόλοιπους... αρκεί να πούμε ότι τον έλεγαν Λούσιφερ πίσω από την πλάτη του.
Εκείνο το πρωί ο Λούσιους ξύπνησε στραβά. Όπως κάθε πρωί.
-Λούσιους... κοίτα! είπε ο Μπέρτραμ. Εκείνος έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα στην εφημερίδα και διάβασε τον τίτλο:
-"Ο φονιάς με το τσεκούρι ξαναχτύπησε"... Κοίταξε τον Μπέρτραμ. Εμένα τώρα θα έπρεπε να με νοιάζει αυτό?
Ο νεαρός τον κοίταξε σαν να μην πίστευε στα αφτιά του.
-Έσφαξε δύο ανθρώπους στο διπλανό χωριό! είπε αποσβωλομένος. Κι αν έρθει εδώ?
-Αν έρθει εδώ, απλώς θα έχω περισσότερη δουλειά, απάντησε ήρεμα ο Λούσιους, ρουφώντας μια γουλιά από τον καφέ του.
-Εννοείς ότι δεν θα κάνεις τίποτα? συνέχισε ο Μπέρτραμ στον ίδιο τόνο με πριν.
-Και σαν τι να κάνω?
-Να τον πιάσεις, ας πούμε?
-Σου φαίνομαι για ήρωας, μικρέ? Δεν δίνω δεκάρα για το αν θα έρθει ή όχι...!
-Μα, σκοτώνει αθώους ανθρώπους...!
Σε αυτό το σημείο, ο Λούσιους πετάχτηκε όρθιος και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μπέρτραμ, ο οποίος τον κοίταζε τρομαγμένα.
-Άκου τι θα σου πω και βαλ' το καλά στο μυαλό σου, γρύλισε ο άντρας. Σε αυτόν τον κόσμο δε υπάρχουν αθώοι. Ούτε υπήρχαν, ούτε υπάρχουν, ούτε θα υπάρξουν! Όλοι αξίζουν την τιμωρία, είτε αυτή θα είναι θάνατος είτε κάτι άλλο! Η μόνη διαφορά μεταξύ των ανθρώπων είναι το πόσο σκληρή τιμωρία τους αξίζει! Αθώοι δεν υπάρχουν!
Ύστερα από αυτό το ξέσπασμα, ο Λούσιους κάθησε ξανά και ρούφηξε ακόμα μια γουλιά από τον καφέ του, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Ο Μπέρτραμ τον παρακολουθούσε έκπληκτος. Αφού πέρασε ένα λεπτό σιωπής, ο νεαρός άρχισε διστακτικά:
-Λου...
-Αν με ξαναπείς έτσι θα σου κόψω τη γλώσσα, έκανε τρομακτικά ήρεμα ο Λούσιους.
-Συγγνώμη. Απλά ήθελα να σε ρωτήσω...
-Τι είναι πάλι?
-Πόσων χρόνων είσαι?
-Σαράντα έξι.
-Και... Πότε έχασες τους γονείς σου?
Η έκφραση του άντρα σκλήρυνε. Σίγουρα δεν περίμενε τέτοια ερώτηση από τον Μπέρτραμ. Το παρελθόν του Λούσιους ήταν ένα θέμα το οποίο δεν έθιγαν ποτέ.
-Όταν ήμουν εφτά, απάντησε άχρωμα. Γιατί ρωτάς?
-Να... σκέφτομαι ότι όποιος έχει τέτοια θεωρία για τη ζωή, πρέπει να έχει ζήσει κάτι φρικτό... Είπε θλιμμένα ο νεαρός.
-Ναι, μάλλον, μουρμούρισε ανέκφραστα ο Λούσιους.
Έμειναν σιωπηλοί για δύο λεπτά. ύστερα, ο Μπέρτραμ ξαναβρήκε το χαμόγελό του.
-Αλλά βέβαια, δεν είναι δουλειά μου να ρωτάω, είπε στο συνηθισμένο, πρόσχαρο τόνο του.
-Συμφωνώ, είπε ψυχρά ο Λούσιους. Τώρα δίνε του, αν έχεις την ευγενή καλοσύνη.
-Μα, Λου...
-ΕΞΩ!
Ο Μπέρτραμ, εξακολουθώντας να χαμογελάει, πήγε προς την πόρτα.
-Θα ξανάρθω το βράδυ, είπε πριν φύγει.
-Ανυπομονώ, σάρκασε ο Λούσιους. Αναστέναξε και κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν εννέα και τέταρτο. Καθώς σηκωνόταν για να φύγει, το βλέμμα του έπεσε στην εφημερίδα που ήταν ακόμα απλωμένη μπροστά του. Ρουθούνισε περιφρονητικα και βγήκε έξω. Το κατοικίδιο κοράκι του, η Ροβένα, είχε πάλι εξαφανιστεί. Μιας και δεν είχε δουλειά εκείνη την ημέρα, αποφάσισε να πάει να τη βρει.
Όταν οι συγχωριανοί του τον έβλεπαν στο δρόμο, είτε άλλαζαν κατεύθυνση, είτε έκαναν ότι δεν τον είδαν. Οι πιο "καθωσπρέπει" του χωριού, η υποτιθέμενη καλή κοινωνία, αν τύχαινε να τον συναντήσουν, τον χαιρετούσαν από ευγένεια και μόνο. Κανείς τους δεν ήθελε παρτίδες με τον "Λούσιφερ".
Αυτά όσον αφορά τους άντρες. Οι γυναίκες ήταν διαφορετική ιστορία. Οι νυκοκοιρές που τύχαινε να δουν τον Λούσιους στο δρόμο απομακρύνονταν βιαστικά, φοβούμενες μήπως τις βρει το "κακό μάτι". Οι νεαρές κοπέλες, απ' την άλλη, αναστέναζαν βαριά στο πέρασμά του. Και όχι αδίκως. Ο Λούσιους ήταν ψηλός, πιο ψηλός από οποιονδήποτε άντρα στο Ρέηβενλοφτ. Είχε μακριά, κυματιστά σκούρα γκρίζα μαλλιά, που έμοιαζαν με μίγμα ασημένιου και μαύρου. Τα μεγάλα, σκούρα μπλε μάτια του ταίριαζαν πολύ στο στενόμακρο πρόσωπό του. Η γαμψή μύτη του σε συνδυασμό με τα λεπτα φρύδια του, του έδιναν μια σοβαρή, σχεδόν απειλητική έκφραση. Τα μαύρα ρούχα που συνήθιζε να φοράει τόνιζαν το χλωμό δέρμα του. Ήταν, κατά κοινή ομολογία, ένας ωραίος άντρας. Παράξενος, αλλά ωραίος.
Καθώς περνούσε έξω από το φούρνο, ένα κοριτσάκι έτρεξε κοντά του. Ο Λούσιους σταμάτησε και την κοίταξε. Έμοιαζε με πορσελάνινη κουκλίτσα με τις πυρόξανθες μπούκλες και το γαλάζιο φουστανάκι της με τις λευκές δαντέλες και τα τριανταφυλλάκια.
Η μικρή κάρφωσε τα ανοιχτά πράσινα μάτια της στα σκούρα μπλε μάτια του Λούσιους.Το βλέμμα της ήταν γεμάτο περιέργεια.
-Πώς σε λένε? ρώτησε η μικρή.
-Λούσιους, είπε απαλά εκείνος. Το κοριτσάκι χαμογέλασε. Ένα ρίγος διαπέρασε τον άντρα. Αυτό ήταν το χαμόγελο που τόσο συχνά έβλεπε στα χείλη του ενοχλητικού Μπέρτραμ. Ήταν ένα χαμόγελο που ο κατασκευαστής φέρετρων είχε ξεχάσει τη σημασία του.
-Κλερ!
Ένας έφηβος, γύρω στα δεκάξι χρόνια, έτρεξε λαχανιασμένος προς το μέρος τους.
-Με συγχωρείτε, κύριε Ράβελεην! είπε όταν ηρέμησε κάπως. Η αδελφή μου... πάλι το έσκασε...!
-Μην ανησυχείς, είναι εντάξει, είπε απλά ο Λούσιους. Η Κλερ αγκάλιασε χαρούμενα τον αδελφό της.
-Αδερφούλη, πάμε σπίτι να κάνεις μπάνιο, είπε η μικρή. Βρομοκοπάς!
-Τι?! Εσύ με ανάγκασες να τρέχω και να σε ψάχνω σε όλο το χωριό και μιλάς κιόλας?
Τα δύο αδέλφια απομακρύνθηκαν, συνεχίζοντας να τσακώνονται. Η Κλερ όμως, γύρισε και κοίταξε τον Λούσιους, ο οποίος στεκόταν ακόμα εκεί όπου τον άφησαν. Η μικρή κούνησε χαρούμενα το χεράκι της και φώναξε:
-Γεια σου, Λούσιους!
Εκείνος τη χαιρέτησε σιωπηλά και συνέχισε το δρόμο του.
Πήγε στο μέρος όπου είχε βρει τη Ροβένα, ένα μικρό, τραυματισμένο κοράκι τότε. Για κάποιο λόγο, της άρεσε να τριγυρνάει εκεί. Σε ένα δεντρόσπιτο πάνω σε ένα πεύκο, μέσα στο δάσος του Ρέηβενλοφτ. Τα δέντρα του ήταν τόσο πυκνοφυτεμένα που το φως του ήλιου δεν μπορούσε να διαπεράσει τα φυλλώματα. Έτσι, μέσα στο δάσος υπήρχε ένα μόνιμο σκοτάδι. Την ημέρα τουλάχιστον μπορούσες να δεις πού πας. Τη νύχτα, πάλι, δεν υπήρχε περίπτωση να βγεις από εκεί αν είχες μπει πολύ βαθιά.
Φτάνοντας κάτω από το δεντρόσπιτο, ο Λούσιους αναστέναξε. Η Ροβένα ήταν όντως εκεί και κάτι του έλεγε ότι θα έπρεπε να σκαρφαλώσει ο ίδιος να την πάρει. Ευτυχώς για εκείνον, η ξύλινη σκάλα ήταν ακόμα εκεί κι ας είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που είχε πρωτοέρθει. Άρχισε, λοιπόν, το σκαρφάλωμα.
Όταν επιτέλους ανέβηκε στο δεντρόσπιτο, η Ροβένα έκρωξε θριαμβευτικά. Ο Λούσιους ανασήκωσε το φρύδι και το κοράκι ήρθε πετώντας και κάθησε στον ώμο του. Εκείνος χαμογέλασε αμυδρά (πολύ αμυδρά) και είπε απαλά:
-Τι λες? Πάμε σπίτι τώρα?
Η Ροβένα απάντησε με ένα κρώξιμο το οποίο ο άντρας εξέλαβε ως θετικό. Κατέβηκε από το δεντρόσπιτο και πήρε το δρόμο για το χωριό με το κοράκι στον ώμο του.
Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από το δεντρόσπιτο, όταν άκουσε ένα ουρλιαχτό από βαθιά μέσα στο δάσος. Κοίταξε πίσω του, αναποφάσιστος. Στράφηκε στη Ροβένα. Εκείνη τον κάρφωσε τα χάντρινα μάτια της, κάνοντάς τον ακόμη πιο αναποφάσιστο.
-Ω, που να πάρει! μουρμούρισε και κατευθύνθηκε προς τα εκεί από όπου άκουσε το ουρλιαχτό.
Θα πρέπει να έτρεχε για κανένα εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Όταν τελικά τα κατάφερε, έμεινε άφωνος.
Η Τζένυ Άμπερς, η κοπελίτσα που είχε κάποτε κάνει τη γενναία προσπάθεια να τον φλερτάρει, βρισκόταν διαμελισμένη στο χώμα. Η μυρωδιά του αίματος ήταν διάχυτη σε εκείνο του σημείο, πράγμα που τον έκανε να αναγουλιάζει. Μπορεί να έφτιαχνε φέρετρα, μπορεί να έμενε δίπλα στο νεκροταφείο, αλλά πράγματα όπως η μυρωδιά του αίματος ή των πτωμάτων, δεν τα άντεχε. Απ' τη μία ήθελε να φύγει, μα απ' την άλλη δεν μπορούσε να παρατήσει εκεί το πτώμα.
-Γαμώτο! φώναξε εκνευρισμένα. Ως απάντηση, η Ροβένα του έδωσε μια τσιμπιά στο αυτί. Εκείνος αναφώνησε από πόνο και έκπληξη. Ύστερα θυμήθηκε ότι το κοράκι το έκανε αυτό κάθε φορά που έβριζε μπροστά της.
-Συγγνώμη, Ροβένα, μουρμούρισε, τρίβοντας το αυτί του στο σημείο όπου τον τσίμπησε. Το βλέμμα του έπεσε στο αριστερό χέρι της Τζένυ, το οποίο βρισκόταν ακριβώς μπροστά του. Αναγούλιασε και κοίταξε αλλού. Η Ροβένα του έδωσε μία δεύτερη, ακόμα πιο δυνατή τσιμπιά στο αυτί, αυτή τη φορά όμως για να πάψει να χασομεράει.
-Καλά, καλά! νευρίασε εκείνος. Και τι θες να κάνω? Να τη συναρμολογήσω και την πάω πίσω?
Τρίτη τσιμπιά. Ο Λούσιους τα πήρε στο κρανίο.
-Που να σε πάρει ο διάολος, σταμάτ-ΑΟΥ!
Η Ροβένα άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά, προς το χωριό.
-Μπράβο! Φύγε τώρα! Που μου παίζεις τη θιγμένη! Στα τσακίδια! της φώναξε ο Λούσιους.
Στάθηκε εκεί, αναλογιζόμενος την κατάσταση.Το ένστικτό του του έλεγε να φύγει από εκεί το συντομότερο δυνατόν. Ναι, μπορούσε να φύγει και να κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Άλλωστε, δεν μπορούσε να κάνει κάτι για την κοπέλα. Οι νεκροί δεν γύριζαν πίσω, το είχε αντιληφθεί πολλά χρόνια πριν.
Ήταν έτοιμος να φύγει, αλλά η ασφυκτική μυρωδιά του πτώματος του έφερνε ίλιγγο. Αναγκάστηκε να γείρει σε ένα δέντρο για να συνέλθει.
Είχε περάσει μία ώρα εκεί. Ξαφνικά, κάτι άκουσε. Κάποιος ερχόταν. Ο Λούσιους κοκάλωσε στη θέση του, σίγουρος ότι ήταν ο δολοφόνος. Αντί γι' αυτόν, όμως, εμφανίστηκε ο Μπέρτραμ με τη Ροβένα στον ώμο του. Τον ακολουθούσαν ο πατέρας του και τέσσερις ακόμα χωρικοί, συν του πατέρα της Τζένυ. Αφού έφτασαν κοντά στον κατασκευαστή φέρετρων, το κοράκι ήρθε και κάθησε στον ώμο του. Μόλις οι πέντε άντρες και ο νεαρός είδαν το διαμελισμένο πτώμα, πάγωσαν.
Ο Τζέικομπ Άμπερς, ο πατέρας της Τζένυ, έριξε μια προσεκτικότερη ματια στο παράξενα οικείο πτώμα. Όταν είδε το κεφάλι της κόρης του, άφησε ένα ουρλιαχτό και το πήρε στα χέρια του, βγάζοντας ασυνάρτητους, απεγνωσμένους ήχους. Ο Μπέρτραμ έφερε το χέρι του στα χείλη, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Λοξοκοίταξε τον Λούσιους, ο οποίος χάιδευε τη Ροβένα στο κεφάλι, μουρμουρίζοντας τη λέξη "ευχαριστώ".
-ΕΣΥ!
Ο Τζέικομπ έδειχνε με το δάχτυλο τον Λούσιους. Έτρεμε ολόκληρος και δάκρυα άρχισαν να αυλακώνουν τα μάγουλά του.
-Το παιδί μου! βόγκηξε ο συντετριμένος πατέρας. ΕΣΦΑΞΕΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΔΑΙΜΟΝΑ!
-Τζέικομπ! αναφώνησαν ταυτόχρονα ο Μπέρτραμ και ο πατέρας του. Ο Λούσιους είχε μείνει άφωνος, με το στόμα ορθάνοιχτο. Οι άλλοι πέντε συγκρατούσαν τώρα τον Τζέικομπ για να μην ορμήσει στον κατασκευαστή φέρετρων, του οποίου το ύφος μετατράπηκε σε περιφρονητικό μορφασμό.
-Είσαι τρελός, είπε. Τελείως τρελός. Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο, ε?
-Γιατί είσαι ο Σατανάς ο ίδιος! Κάτι ξέρουν αυτοί που σε λένε Λούσιφερ!
-Άμπερς! παρενέβη βιαστικά ο δήμαρχος. Σε παρακαλώ πολύ να ηρεμήσεις!
-Πατέρα... είπε ο Μπέρτραμ, καταπίνοντας τον κόμπο στο λαιμό του. Πρέπει να τον πάρουμε από εδώ.
-Έχεις δίκιο, γιε μου. Ας τον πάρουμε εμείς οι δύο. Εσείς... κοίταξε τους τρεις χωρικούς. Εσείς πάρτε τα... Έριξε μια κλεφτή ματιά στα απομεινάρια της κοπέλας και γύρισε βιαστικά από την άλλη. Οι άντρες έγνεψαν καταφατικά. Ο δήμαρχος κοίταξε τον Λούσιους, οποίος είχε βάλει βαριεστημένα τα χέρια του στις τσέπες.
-Κύριε Ράβελεην. Θα ήθελα να πούμε δυο κουβέντες αργότερα, είπε με ένα βλοσυρό ύφος.
-Δε νομίζω ότι έχουμε τίποτα να πούμε, δήμαρχε Τσέριντεν, απάντησε ο Λούσιους, κοιτάζοντάς τον ειρωνικά.
-Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Σας περιμένω στο δημαρχείο σε μισή ώρα.
Και λέγοντας αυτά, ο δήμαρχος και ο γιος του έφυγαν, υποβαστάζοντας τον Τζέικομπ. Ο Λούσιους περίμενε να φύγουν και οι υπόλοιποι για να γυρίσει κι αυτός στο χωριό.
Είχε ένα κακό προαίσθημα.